ὅπως

ὅπως
ὅπως (Hom.+)
as adv. marker of the manner in which an event develops, how, that (B-D-F §300, 1; Rob. 985) w. the aor. ind. (Jos., Bell. 1, 6; 17) ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς Lk 24:20; w. the pres. ind. (Pherecrates Com. [V B.C.], Fgm. 45 K.; Tat. 22, 2 ὅπως δεῖ μοιχεύειν) ὅπως κολάζονται 2 Cl 17:7. But here the mng. of ὅπως prob. shows a development analogous to that of πῶς in colloq. usage, which comes to resemble ὡς (so Lk 24:20 D)= ὅτι=that (X., Hier. 9, 1; Diod S 11, 46, 3; Lucian, Dial. Deor. 6, 2; BGU 846, 16 [II A.D.] γνοῦναι, ὅπως ὀφείλω=‘to know that I owe’; Dssm., LO 155, 26 [LAE 179, 28]; B-D-F §396; s. Rob. 1045).
as a conj. marker expressing purpose for an event or state, (in order) that w. the subj. (the transition fr. 1 to 2 is observable SIG 741, 23), predom. the aor. (the fut. ind. [as early as Homer; freq. in V B.C. and later: Andocides 1, 43; Demosth. 19, 316; Herodas 7, 90; s. Meisterhans3-Schw. 255, 32; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 16 p. 398, 5 Jac.; Hero Alex. I 368, 23 ὅπ. κινήσει; TestAbr B 1 p. 105, 4=Stone p. 58; TestJob 18:2; Jos., Ant. 11, 101] is given in several places as v.l. [e.g. Mt 26:59], but prob. should be changed everywhere to the aor. subj.).
with numerous types of verbs (in order) that, neg. ὅπ. μή in order that … not (B-D-F §369; Rob. 985–87).
α. without ἄν (this is the rule) after a pres. (ApcSed 16:2; Ar. 9:6; Just., A I, 47, 6 al.) Mt 5:45 (impv.); 6:2, 5; Hb 9:15; 1 Pt 2:9; 2 Cl 9:6. After a perf. Ac 9:17; Hb 2:9; Lk 16:26 (w. μή). After the impf. Ac 9:24. After the aor. vss. 2, 12; 20:16 (w. μή); 25:26; Ro 9:17ab (Ex 9:16); 1 Cor 1:29 (w. μή); Gal 1:4; 1 Cl 10:2; 35:4; after the aor. impv. (TestAbr B 13 p. 117, 12 [Stone p. 82]; TestReub 1:4; JosAs 24:5; after the aor. ptc. Demetr.: 722 Fgm. 1, 1 Jac.) Mt 2:8; 5:16; 6:4, 18 (w. μή); Ac 23:15, 23; 2 Cor 8:11 (here γένηται or ᾖ is to be supplied as the predicate of the ὅπως-clause); GJs 21:2 codd.; AcPlCor 2:16. After the plpf. J 11:57 (ὅπως is found only here in J, prob. for variety’s sake, since ἵνα is used a few words before). After the fut. Mt 23:35. In accord w. God’s purpose as revealed in Scripture, an event can be presented w. the formula (this or that has happened) ὅπ. πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τ. προφητῶν (and sim. exprs.) Mt 2:23; 8:17; 12:17 v.l.; 13:35.—Alternating w. ἵνα (s. also J 11:57 above) 2 Cor 8:14; Lk 16:27f (the ἵνα-clause gives the content of the plea; the ὅπως-clause gives the purpose of the gift requested; so also Ex 23:20; TestAbr B 10 p. 114, 10 [Stone p. 76]; ApcMos 29; Just., D. 108, 1); 2 Th 1:11f (the ἵνα-clause gives the content, the ὅπως-clause the purpose of the prayer).
β. with ἄν and the aor. subj. (B-D-F §369, 5; Rdm.2 194; Rob. 986; EHermann, Die Nebensätze in d. griech. Dialekten 1912, 276f; JKnuenz, De enuntiatis Graecorum finalibus 1913, 13ff; 26ff; Meisterhans3-Schw. 254; Mayser II/1 p. 254 f.—X., Cyr. 8, 3, 6 ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἂν οὕτω γένηται; Pla., Gorg. 523d; PSI 435, 19 [258 B.C.]; 438, 19; PMagd 23, 7; LXX) Mt 6:5 v.l.; Lk 2:35; Ac 3:20; 15:17 (Am 9:12 v.l.); Ro 3:4 (Ps 50:6).
more and more replacing the inf. after verbs of asking that (B-D-F §392, 1) αἰτέομαι (Jos., Ant. 19, 288) Ac 25:3. δέομαι (Ps.-Aeschines, Ep. 3, 1; Par Jer 7, 24; 32; ApcMos 9 al.; Jos., Ant. 7, 191; 9, 9) Mt 9:38; Lk 10:2; Ac 8:24 (w. μή). ἐρωτάω (PTebt 409, 4 ff [5 A.D.]) Lk 7:3; 11:37; Ac 23:20. παρακαλέω (Jos., Ant. 8, 143) Mt 8:34 (v.l. ἵνα). προσεύχομαι or εὔχομαι (cp. PGM 3, 107; Jon 1:6; Jos., Ant. 11, 17) Ac 8:15; Js 5:16. So perh. also Phlm 6, where ὅπ. could be thought of as depending on προσεύχομαι derived in sense fr. vs. 4, unless ὅπως here=ὥστε (Archimed. I p. 16, 18 Heiberg ὅπως γένηται τὸ ἐπίταγμα al.).—Likew. after verbs of deciding (LXX) συμβούλιον λαμβάνειν ὅπ. resolve to Mt 12:14; 22:15 (D πῶς), where many scholars prefer the transl. consult with a view to. Also συμβούλιον διδόναι ὅπ. Mk 3:6.—DELG s.v. πο-. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όπως δη — ὅπως δή, επικ. τ. ὅππως δή (Α) επίρρ. 1. με ποιον αλήθεια τρόπο 2. οπωσούν …   Dictionary of Greek

  • ὅπως — as indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… …   Dictionary of Greek

  • όπως — επίρρ. τροπ. αναφ., καθώς, με τον τρόπο που: Άσ τη βάρκα, στο κύμα όπως θέλει να τρέχει (Χατζόπουλος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • μη όπως — μὴ ὅπως και μὴ ὅτι (Α) (ελλειπτικές φρ.) 1. όχι μόνο να μην... αλλά ούτε να... 2. (όταν ακολουθεί το αλλά ή αρνητικό το οποίο υπάρχει ή υπονοείται) όχι απλώς («μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • φωνόνιο — Όπως για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα για τα οποία έχει οριστεί η ελάχιστη ποσότητα, η οποία μπορεί να πάρει μέρος στις φυσικές διαδικασίες (κβάντο ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας ή φωτόνιο), έτσι και για τα ελαστικά κύματα έγινε αναγκαίο να εισαχθεί… …   Dictionary of Greek

  • αμυντικοί μηχανισμοί — Όπως ο οργανισμός διατηρεί τη φυσικοχημική του ισορροπία με την ομοιοστασία, έτσι και ο διανοητικός μηχανισμός ακολουθεί την αρχή της σταθερότητας (Φέχνερ και Φρόιντ) για να ρυθμίζει την εισροή και την εκροή των ερεθισμών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε… …   Dictionary of Greek

  • χὤπως — ὅπως , ὅπως as indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”